καθαρευούσης

καθαρευούσης
καθαρεύω
to be clean
pres part act fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λεξικό — Κατάλογος ή συλλογή λέξεων μίας γλώσσας, μίας διαλέκτου ή καθορισμένης ύλης, διατεταγμένων κατά κάποια συγκεκριμένη τάξη –συνήθως αλφαβητική– και με την αντίστοιχη ερμηνεία στην ίδια ή σε μια άλλη γλώσσα. Ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό, τα λ.… …   Dictionary of Greek

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος — (Αθήνα 1939 –). Γλωσσολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτορας (1969). Μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο της Κολονίας, με ειδίκευση στη γλωσσολογία. Άρχισε την… …   Dictionary of Greek

  • Προβελέγγιος, Αριστομένης — (Σίφνος 1850 – 1936). Έλληνας ποιητής και δραματικός συγγραφέας. Ως φοιτητής της φιλοσοφικής σχολής στην Αθήνα άρχισε να γράφει, σε αυστηρή καθαρεύουσα, μακρόστιχα ποιήματα, εμπνευσμένα κυρίως από την αρχαία μυθολογία (Θησεύς, το Μήλον της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”